- υδροειδής
- -ές, / ὑδροειδής, -ές, ΝΑόμοιος με νερόνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το υδροειδέςβοτ. επίμηκες, μη αποξυλωμένο υδαταγωγό κύτταρο στον άξονα και στα φύλλα ορισμένων βρυοφύτων, ανάλογο με ένα κύτταρο-μέλος ενός αγγείου τών αγγειόσπερμων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -ειδής*. Ο νεοελλ. τ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydroid].
Dictionary of Greek. 2013.